- γάνωμα
- γάνωμαbrightnessneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γάνωμα — το (AM γάνωμα) [γάνος] 1. στιλπνότητα, γυαλάδα 2. επάλειψη τής εσωτερικής επιφάνειας χάλκινων σκευών με κασσίτερο νεοελλ. 1. η επάλειψη πήλινου αγγείου με υλικό λείο και λαμπερό 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γανώματα τα χαλκώματα, τα χάλκινα… … Dictionary of Greek
γάνωμα — το η επικάλυψη της επιφάνειας διάφορων μετάλλων με κασσίτερο με ηλεκτρολυτική μέθοδο, η επικασσιτέρωση: Η κατσαρόλα ήθελε γάνωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γανώματα — γάνωμα brightness neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γανώματι — γάνωμα brightness neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γανώματος — γάνωμα brightness neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλοιφή — η (Α ἀλοιφή) 1. αυτό με το οποίο αλείφει ή αλείφεται κάποιος, επίχρισμα 2. φαρμακευτικό παρασκεύασμα από λίπος και άλλες ουσίες, που χρησιμεύει για την επάλειψη τού σώματος, για θεραπευτικούς ή καλλωπιστικούς σκοπούς 3. μίγμα χρήσιμο για γάνωμα,… … Dictionary of Greek
γάνωσις — γάνωσις, η (AM) [γανώ ( όω)] το γάνωμα χάλκινου σκεύους με κασσίτερο αρχ. η στίλβωση («ἡ γάνωσις τοῡ ἀγάλματος», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
γανωματής — ο [γάνωμα] εκείνος που γανώνει, που επαλείφει με κασσίτερο χάλκινα σκεύη … Dictionary of Greek
καλάισμα — το [καλαΐζω] η επάλειψη τών χαλκωμάτων με κασσίτερο, κασσιτέρωση, επικασσιτέρωση, γάνωμα … Dictionary of Greek
κασσιτέρωμα — το κασσιτέρωση, γάνωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασσιτερώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγόριο Χαντσερή] … Dictionary of Greek